- κυλισιοτριβέας
- ο(μηχανολ.) όργανο που παρεμβάλλεται μεταξύ εδράνου και άξονα ενός στρεφόμενου μηχανικού συστήματος κατά τρόπο ώστε στη σχετική τους κίνηση να υπάρχει τριβή κυλίσεως και όχι τριβή ολισθήσεως, κν. ρουλεμάν.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλισις + τριβή. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. roulement).
Dictionary of Greek. 2013.