κυλισιοτριβέας

κυλισιοτριβέας
ο
(μηχανολ.) όργανο που παρεμβάλλεται μεταξύ εδράνου και άξονα ενός στρεφόμενου μηχανικού συστήματος κατά τρόπο ώστε στη σχετική τους κίνηση να υπάρχει τριβή κυλίσεως και όχι τριβή ολισθήσεως, κν. ρουλεμάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλισις + τριβή. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. roulement).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριβέας — ο / τριβεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται 2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • ρουλ(ε)μάν — το, Ν τεχνολ. ο κυλισιοτριβέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. roulement < rouler < rouelle, υποκορ. τού roue «τροχός» (πρβλ. λ. ρολό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”